ταπεινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταπεινός η ταπεινή το ταπεινό
      γενική του ταπεινού της ταπεινής του ταπεινού
    αιτιατική τον ταπεινό την ταπεινή το ταπεινό
     κλητική ταπεινέ ταπεινή ταπεινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταπεινοί οι ταπεινές τα ταπεινά
      γενική των ταπεινών των ταπεινών των ταπεινών
    αιτιατική τους ταπεινούς τις ταπεινές τα ταπεινά
     κλητική ταπεινοί ταπεινές ταπεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταπεινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ταπεινός

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.piˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταπεινός

Επίθετο

ταπεινός, -ή, -ό

  1. που έχει επίγνωση των δυνατοτήτων του, που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
  2. που έχει σεμνούς τρόπους
  3. που είναι ασήμαντος ή χαρακτηρίζεται από μετριότητα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • κατά την ταπεινή μου γνώμη

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ταπεινός < τάπης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ταπεινός

  1. (για τόπο) χαμηλός
  2. (για ανάστημα) κοντός
  3. που έχει υποστεί μείωση της υπερηφάνειάς του
  4. πειθήνιος
  5. άτολμος, λυπημένος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.