ταπεινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταπεινός | η | ταπεινή | το | ταπεινό |
| γενική | του | ταπεινού | της | ταπεινής | του | ταπεινού |
| αιτιατική | τον | ταπεινό | την | ταπεινή | το | ταπεινό |
| κλητική | ταπεινέ | ταπεινή | ταπεινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταπεινοί | οι | ταπεινές | τα | ταπεινά |
| γενική | των | ταπεινών | των | ταπεινών | των | ταπεινών |
| αιτιατική | τους | ταπεινούς | τις | ταπεινές | τα | ταπεινά |
| κλητική | ταπεινοί | ταπεινές | ταπεινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταπεινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ταπεινός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.piˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐πει‐νός
Επίθετο
ταπεινός, -ή, -ό
- που έχει επίγνωση των δυνατοτήτων του, που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
- που έχει σεμνούς τρόπους
- που είναι ασήμαντος ή χαρακτηρίζεται από μετριότητα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- κατά την ταπεινή μου γνώμη
Συγγενικά
Σύνθετα
- ταπεινοφροσύνη
- ταπεινόφρων, ταπεινόφρονας
- ταπεινοφρόνως
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ταπεινός < τάπης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ταπεινός
Πηγές
- ταπεινός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ταπεινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταπεινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.