χαμηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαμηλός | η | χαμηλή | το | χαμηλό |
| γενική | του | χαμηλού | της | χαμηλής | του | χαμηλού |
| αιτιατική | τον | χαμηλό | τη | χαμηλή | το | χαμηλό |
| κλητική | χαμηλέ | χαμηλή | χαμηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαμηλοί | οι | χαμηλές | τα | χαμηλά |
| γενική | των | χαμηλών | των | χαμηλών | των | χαμηλών |
| αιτιατική | τους | χαμηλούς | τις | χαμηλές | τα | χαμηλά |
| κλητική | χαμηλοί | χαμηλές | χαμηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
χαμηλός < αρχαία ελληνική χθαμαλός και χαμηλός < χαμαί
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.miˈlos/
Επίθετο
χαμηλός
- (για αντικείμενα) που έχει μικρό ύψος
- ένα χαμηλό σπιτάκι, ένας χαμηλός λόφος
- (μεταφορικά) μικρός ως προς την ένταση ή την σημασία
- έχεις πολύ χαμηλούς στόχους
- είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, μιλάει πάντα με χαμηλή φωνή
Συγγενικά
- χαμηλούτσικα
- χαμηλούτσικος
- χαμήλωμα
- χαμηλώνω
- χαμηλά (επίρρημα)
- χαμηλώνοντας
- χαμηλωμένος
Σύνθετα
- χαμηλοβλεπούσα
- χαμηλοκάβαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χαμηλός, ή, όν
- εἰσιν ὑψηλαὶ ἢ ταπειναὶ καὶ ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν ἢ χαμηλαί...τοῦ δαπέδου ἔχουσι (Ξενοφ.)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.