τολμάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τολμάω < τολμ(ώ) + -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τολμῶ, συνηρημένος τύπος του τολμάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /tolˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τολ‐μά‐ω
Ρήμα
τολμάω/τολμώ, αόρ.: τόλμησα, παθ.φωνή: τολμιέμαι/τολμώμαι, π.αόρ.: τολμήθηκα, μτχ.π.π.: τολμημένος
Εκφράσεις
- → δείτε τη λέξη τολμώ
Συγγενικά
- αντιτολμώ, αντιτολμούμαι
- αποτολμάω / αποτολμώ, αποτολμώμαι
- ξανατολμώ
- παρατολμώ
- τολμημένος
→ και δείτε τη λέξη τόλμη
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- τολμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- τολμάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τολμάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.