ευτολμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευτολμία | οι | ευτολμίες |
| γενική | της | ευτολμίας | των | ευτολμιών |
| αιτιατική | την | ευτολμία | τις | ευτολμίες |
| κλητική | ευτολμία | ευτολμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευτολμία < αρχαία ελληνική εὐτολμία
Μεταφράσεις
ευτολμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.