άτολμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτολμος η άτολμη το άτολμο
      γενική του άτολμου της άτολμης του άτολμου
    αιτιατική τον άτολμο την άτολμη το άτολμο
     κλητική άτολμε άτολμη άτολμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτολμοι οι άτολμες τα άτολμα
      γενική των άτολμων των άτολμων των άτολμων
    αιτιατική τους άτολμους τις άτολμες τα άτολμα
     κλητική άτολμοι άτολμες άτολμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτολμος < αρχαία ελληνική ἄτολμος < ἀ- + τόλμη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.tol.mos/

Επίθετο

άτολμος, -η, -ο

  1. που δεν έχει τόλμη, που δειλιάζει, που διστάζει
  2. (για ενέργεια, σχέδιο κ.λπ.) που φανερώνει ατολμία, έλλειψη τόλμης

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.