τολμηρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τολμηρότητα οι τολμηρότητες
      γενική της τολμηρότητας των τολμηροτήτων
    αιτιατική την τολμηρότητα τις τολμηρότητες
     κλητική τολμηρότητα τολμηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τολμηρότητα < τολμηρός + -ότητα

Ουσιαστικό

τολμηρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του τολμηρού
  2. τολμηρός λόγος ή ενέργεια


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.