τολμηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τολμηρότητα | οι | τολμηρότητες |
| γενική | της | τολμηρότητας | των | τολμηροτήτων |
| αιτιατική | την | τολμηρότητα | τις | τολμηρότητες |
| κλητική | τολμηρότητα | τολμηρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.