παρατόλμως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρατόλμως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρατόλμως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράτολμ(ος) + -ως.
Πηγές
- παράτολμος (& παρατόλμως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- παρατόλμως < παράτολμ(ος) + -ως
Πηγές
- παρατόλμως, παράτολμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.