ξεπέρασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεπέρασμα | τα | ξεπεράσματα |
| γενική | του | ξεπεράσματος | των | ξεπερασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεπέρασμα | τα | ξεπεράσματα |
| κλητική | ξεπέρασμα | ξεπεράσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπέρασμα < ξεπερνώ
Ουσιαστικό
ξεπέρασμα ουδέτερο
- η υπερκέραση ενός εμποδίου, μιας δύσκολης κατάστασης
- Το ξεπέρασμα της οκονομικης κρίσης
- η υπέρβαση, η ενέργεια του να ξεπερνάς κάποιον ή κάτι, και να προπορεύεσαι σε έναν τομέα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξεπέρασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.