παράτολμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράτολμος | η | παράτολμη | το | παράτολμο |
| γενική | του | παράτολμου | της | παράτολμης | του | παράτολμου |
| αιτιατική | τον | παράτολμο | την | παράτολμη | το | παράτολμο |
| κλητική | παράτολμε | παράτολμη | παράτολμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράτολμοι | οι | παράτολμες | τα | παράτολμα |
| γενική | των | παράτολμων | των | παράτολμων | των | παράτολμων |
| αιτιατική | τους | παράτολμους | τις | παράτολμες | τα | παράτολμα |
| κλητική | παράτολμοι | παράτολμες | παράτολμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παράτολμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράτολμος
Επίθετο
παράτολμος, -η, -ο
- που είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει, αυτός που δείχνει υπερβολική τόλμη
- που απαιτεί υπερβολική τόλμη
- ↪ παράτολμη ενέργεια
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παράτολμος | τὸ | παράτολμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παρατόλμου | τοῦ | παρατόλμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παρατόλμῳ | τῷ | παρατόλμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παράτολμον | τὸ | παράτολμον | ||
| κλητική ὦ! | παράτολμε | παράτολμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παράτολμοι | τὰ | παράτολμᾰ | ||
| γενική | τῶν | παρατόλμων | τῶν | παρατόλμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παρατόλμοις | τοῖς | παρατόλμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παρατόλμους | τὰ | παράτολμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παράτολμοι | παράτολμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρατόλμω | τὼ | παρατόλμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρατόλμοιν | τοῖν | παρατόλμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Παράγωγα
Πηγές
- παράτολμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράτολμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.