αποτολμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτολμώ < αρχαία ελληνική ἀποτολμάω / ἀποτολμῶ < ἀπό + τολμάω / τολμῶ

Ρήμα

αποτολμώ (παθητική φωνή: αποτολμώμαι)

  1. τολμώ να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες ή τους κινδύνους
  2. δεν φέρομαι με ευπρέπεια και σεβασμό, αλλά με προπέτεια, απαξίωση ή θράσος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.