τολμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τολμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τολμῶ → και δείτε τη λέξη τολμάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /tolˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τολ‐μώ
Εκφράσεις
- τολμώ να πω...
Σύνθετα
- → δείτε τη λέξη τολμάω
Μεταφράσεις
τολμώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.