αποηχηροποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποηχηροποίηση οι αποηχηροποιήσεις
      γενική της αποηχηροποίησης* των αποηχηροποιήσεων
    αιτιατική την αποηχηροποίηση τις αποηχηροποιήσεις
     κλητική αποηχηροποίηση αποηχηροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποηχηροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποηχηροποίηση < απο- + ηχηροποίηση (ηχηρ(ός) + -ο- + -ποίη(σις) -ποίηση), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική devoicing[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.i.çi.ɾoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποηχηροποίηση

Ουσιαστικό

αποηχηροποίηση θηλυκό

  • (γλωσσολογία, φωνητική) η τροπή ηχηρού συμφώνου στο αντίστοιχο άηχο
    παραδείγματα ηχηροποίησης: του [b] σε [p], του [d] σε [t], του [ɡ] σε [k], του [z] σε [s]
    το «τσοπάνης» είναι δάνειο από τα οθωμανικά τουρκικά (προφορά /t͡soˈban/) με αποηχηροποίηση [b] > [p]

Ταυτόσημο

  • αηχοποίηση

Αντώνυμα

Παράγωγα

  • αποηχηροποιώ

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ήχος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.