αποηχηροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποηχηροποίηση | οι | αποηχηροποιήσεις |
| γενική | της | αποηχηροποίησης* | των | αποηχηροποιήσεων |
| αιτιατική | την | αποηχηροποίηση | τις | αποηχηροποιήσεις |
| κλητική | αποηχηροποίηση | αποηχηροποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποηχηροποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποηχηροποίηση < απο- + ηχηροποίηση (ηχηρ(ός) + -ο- + -ποίη(σις) -ποίηση), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική devoicing[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.i.çi.ɾoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐η‐χη‐ρο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
αποηχηροποίηση θηλυκό
Ταυτόσημο
- αηχοποίηση
Αντώνυμα
Παράγωγα
- αποηχηροποιώ
- χρήση του όρου «αποηχηροποίηση» στο Βικιλεξικό
- περιπτώσεις αποηχηροποίησης στο Λεξικό 'Τριανταφυλλίδη'[1]
Αναφορές
- αποηχηροποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.