τσομπανόσκυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσομπανόσκυλο τα τσομπανόσκυλα
      γενική του τσομπανόσκυλου των τσομπανόσκυλων
    αιτιατική το τσομπανόσκυλο τα τσομπανόσκυλα
     κλητική τσομπανόσκυλο τσομπανόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσομπανόσκυλο < τσομπάν(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

τσομπανόσκυλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.