αρχιτσοπάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιτσοπάνης | οι | αρχιτσοπάνηδες & αρχιτσοπαναραίοι |
| γενική | του | αρχιτσοπάνη | των | αρχιτσοπάνηδων & αρχιτσοπαναραίων |
| αιτιατική | τον | αρχιτσοπάνη | τους | αρχιτσοπάνηδες & αρχιτσοπαναραίους |
| κλητική | αρχιτσοπάνη | αρχιτσοπάνηδες & αρχιτσοπαναραίοι | ||
| Κατηγορία όπως «τσοπάνης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.t͡soˈpa.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐τσο‐πά‐νης
Ουσιαστικό
αρχιτσοπάνης αρσενικό
- ο ανώτερος τσοπάνης, ο καθοδηγητής
- ※ Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δύσκολον πολὺ δὲν τοῦ ἐφάνη… / εἰς τὴν πατρίδα ἔχαιρεν ὑπόληψιν μεγάλην, / καθόσον ἦτο γέννημα ἑνὸς ἀρχιτσοπάνη, / διακριθέντος ἄλλοτε στὴν Τουρκομάχον πάλην. (Γεώργιος Σουρής, Ο κύριος Πετσωματάς, 1886)
Μεταφράσεις
αρχιτσοπάνης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.