αρχιτσοπάνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιτσοπάνης οι αρχιτσοπάνηδες
& αρχιτσοπαναραίοι
      γενική του αρχιτσοπάνη των αρχιτσοπάνηδων
& αρχιτσοπαναραίων
    αιτιατική τον αρχιτσοπάνη τους αρχιτσοπάνηδες
& αρχιτσοπαναραίους
     κλητική αρχιτσοπάνη αρχιτσοπάνηδες
& αρχιτσοπαναραίοι
Κατηγορία όπως «τσοπάνης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιτσοπάνης < αρχι- + τσοπάνης

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çi.t͡soˈpa.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχιτσοπάνης

Ουσιαστικό

αρχιτσοπάνης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.