Τσοπανέλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσοπανέλλης | οι | Τσοπανέλληδες |
| γενική | του | Τσοπανέλλη | των | Τσοπανέλληδων |
| αιτιατική | τον | Τσοπανέλλη | τους | Τσοπανέλληδες |
| κλητική | Τσοπανέλλη | Τσοπανέλληδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσοπανέλλης < + -έλλης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.