τσοπαναραίοι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσοπαναραίοι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡so.pa.naˈɾe.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσοπαναραίοι

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τσοπαναραίοι αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του τσοπάνης
  2. (λαϊκότροπο) τσοπάναρος / ονομαστική και κλητική πληθυντικού του τσοπαναραίος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.