Τσομπανέλλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσομπανέλλης οι Τσομπανέλληδες
      γενική του Τσομπανέλλη των Τσομπανέλληδων
    αιτιατική τον Τσομπανέλλη τους Τσομπανέλληδες
     κλητική Τσομπανέλλη Τσομπανέλληδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τσομπανέλλης < + -έλλης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡som.baˈne.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσομπανέλλης

Κύριο όνομα

Τσομπανέλλης αρσενικό (θηλυκό Τσομπανέλλη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.