Τσομπανλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσομπανλιώτης | οι | Τσομπανλιώτηδες |
| γενική | του | Τσομπανλιώτη* | των | Τσομπανλιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Τσομπανλιώτη | τους | Τσομπανλιώτηδες |
| κλητική | Τσομπανλιώτη | Τσομπανλιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Τσομπανλιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσομπανλιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsompanliotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.