τραγωδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραγωδία | οι | τραγωδίες |
| γενική | της | τραγωδίας | των | τραγωδιών |
| αιτιατική | την | τραγωδία | τις | τραγωδίες |
| κλητική | τραγωδία | τραγωδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σκηνή από παράσταση αρχαίας τραγωδίας
Ετυμολογία
- τραγωδία < αρχαία ελληνική τραγῳδία < τράγων ᾠδή, τραγούδι Χορού του οποίου τα μέλη είναι μεταμφιεσμένα σε Σατύρους (τραγόμορφους δαίμονες)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣoˈði.a/
Ουσιαστικό
τραγωδία θηλυκό
- (θέατρο) είδος της αρχαίας δραματικής ποίησης, το σοβαρό δράμα που παρουσιάζει συνήθως ένα μύθο ή σπανιότερα ένα ιστορικό γεγονός με εκφραστικό όργανο τον ποιητικό λόγο και αποσκοπεί στο να συγκινήσει και να διδάξει
- (θέατρο) ένα έργο που ανήκει στο είδος αυτό
- (θέατρο) είδος του νεότερου θεάτρου με τραγικό χαρακτήρα
- (μεταφορικά) γεγονός που συγκλονίζει με το μέγεθος της καταστροφής που προκλήθηκε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.