Bock
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Bock | die | Böcke |
| γενική | des | Bockes Bocks |
der | Böcke |
| δοτική | dem | Bock Bocke |
den | Böcken |
| αιτιατική | den | Bock | die | Böcke |
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Bock (de) αρσενικό
Εκφράσεις
- den Bock zum Gärtner machen - βάζω τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα (κυριολεκτικά: κάνω τον τράγο κηπουρό)
Σύνθετα
- Rammbock
- Sturmbock
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Bock < → λείπει η ετυμολογία
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Bock < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Bock < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Bock < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Bock < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Bock < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.