τραγέλαφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγέλαφος οι τραγέλαφοι
      γενική του τραγέλαφου των τραγέλαφων
    αιτιατική τον τραγέλαφο τους τραγέλαφους
     κλητική τραγέλαφε τραγέλαφοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγέλαφος < αρχαία ελληνική τραγέλαφος

Ουσιαστικό

τραγέλαφος αρσενικό

  1. μυθικό ζώο
  2. κάτι που είναι αφύσικο αλλά και γελοίο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τραγέλαφος < τράγος + ἔλαφος

Ουσιαστικό

τραγέλαφος αρσενικό
  1. μυθικό ζώο
  2. (μεταφορικά) ανύπαρκτο ζώο, άνθρωπος ή αντικείμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.