τραγόπαπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγόπαπας οι τραγοπαπάδες
      γενική του τραγόπαπα των τραγοπαπάδων
    αιτιατική τον τραγόπαπα τους τραγοπαπάδες
     κλητική τραγόπαπα τραγοπαπάδες
Κατηγορία όπως «τραγόπαπας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγόπαπας < τράγ(ος) + -ό- + παπάς

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾaˈɣo.pa.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραγόπαπας

Ουσιαστικό

τραγόπαπας αρσενικό

  • (υβριστικό) ιερέας που δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που επιβάλλονται στο σχήμα του· ο παπάς που μεταφορικά έχει κέρατα τράγου όπως ο διάβολος
      Ὀχτὼ τραγοπαπάδες ἔθαψαν τὴν γυναῖκα προχτὲς τοῦ Π. Θεωνᾶ καὶ ἀφοῦ ἐπληρώθηκαν ἄφησαν τὸ λείψανο μάρμαρο καὶ ἔφυγαν χωρὶς νὰ μένῃ κἀνένας νὰ τῆς ρίξῃ τὸ χῶμα. Ἔπειτα σοῦ λὲν: Σέβου τὸ ἱερατεῖον.
    περιοδικό Παληάνθρωπος 140 + 138 + 1, (21 Αυγούστου 1884) σ.6-7 . Στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Λήκυθος του Πανεπιστημίου Κύπρου· πρόσβαση: 2021-12-11.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.