Τράγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τράγος | οι | Τράγοι |
| γενική | του | Τράγου | των | Τράγων |
| αιτιατική | τον | Τράγο | τους | Τράγους |
| κλητική | Τράγε | Τράγοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τράγος < τράγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Τράγος | οἱ | Τράγοι |
| γενική | τοῦ | Τράγου | τῶν | Τράγων |
| δοτική | τῷ | Τράγῳ | τοῖς | Τράγοις |
| αιτιατική | τὸν | Τράγον | τοὺς | Τράγους |
| κλητική ὦ! | Τράγε | Τράγοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τράγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Τράγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τράγος < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.