τεθωρακισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεθωρακισμένος η τεθωρακισμένη το τεθωρακισμένο
      γενική του τεθωρακισμένου της τεθωρακισμένης του τεθωρακισμένου
    αιτιατική τον τεθωρακισμένο την τεθωρακισμένη το τεθωρακισμένο
     κλητική τεθωρακισμένε τεθωρακισμένη τεθωρακισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεθωρακισμένοι οι τεθωρακισμένες τα τεθωρακισμένα
      γενική των τεθωρακισμένων των τεθωρακισμένων των τεθωρακισμένων
    αιτιατική τους τεθωρακισμένους τις τεθωρακισμένες τα τεθωρακισμένα
     κλητική τεθωρακισμένοι τεθωρακισμένες τεθωρακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεθωρακισμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεθωρακισμένος (βαριά οπλισμένος οπλίτης) < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θωρακίζω (καλύπτω με θώρακα), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική armoured. Δείτε και τεθωρακισμένο (όχημα).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /te.θo.ɾa.ciˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεθωρακισμένος

Μετοχή

τεθωρακισμένος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Μετοχή

τεθωρακισμένος, -η, -ον

Συγγενικά

  • θώρακος (θηλυκό, ο θώρακας)

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τεθωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω

Μετοχή

τεθωρακισμένος, -η, -ον

  • (στρατιωτικός όρος) θωρακισμένος, προστατευμένος από θώρακα
    εὖ τεθωρακισμένος
      οἱ δέ γε τανῦν τοξόται ἴασι μὲν ἐς μάχην τεθωρακισμένοι τε καὶ κνημῖδας ἐναρμοσάμενοι μέχρι ἐς γόνυ.
    Προκόπιος (500-565), Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι, 1.1.12)

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.