θωρακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θωρακοφόρος | η | θωρακοφόρα | το | θωρακοφόρο |
| γενική | του | θωρακοφόρου | της | θωρακοφόρας | του | θωρακοφόρου |
| αιτιατική | τον | θωρακοφόρο | τη | θωρακοφόρα | το | θωρακοφόρο |
| κλητική | θωρακοφόρε | θωρακοφόρα | θωρακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θωρακοφόροι | οι | θωρακοφόρες | τα | θωρακοφόρα |
| γενική | των | θωρακοφόρων | των | θωρακοφόρων | των | θωρακοφόρων |
| αιτιατική | τους | θωρακοφόρους | τις | θωρακοφόρες | τα | θωρακοφόρα |
| κλητική | θωρακοφόροι | θωρακοφόρες | θωρακοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θωρακοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θωρακοφόρος < θώρακ(ος) + -ο- + -φόρος (φέρω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θo.ɾa.koˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐ρα‐κο‐φό‐ρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θωρακοφόρος | τὸ | θωρακοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θωρακοφόρου | τοῦ | θωρακοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θωρακοφόρῳ | τῷ | θωρακοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θωρακοφόρον | τὸ | θωρακοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | θωρακοφόρε | θωρακοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θωρακοφόροι | τὰ | θωρακοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | θωρακοφόρων | τῶν | θωρακοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θωρακοφόροις | τοῖς | θωρακοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θωρακοφόρους | τὰ | θωρακοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | θωρακοφόροι | θωρακοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θωρακοφόρω | τὼ | θωρακοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θωρακοφόροιν | τοῖν | θωρακοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- θωρακοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θωρακοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.