θώραξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θωρᾱκ-
ονομαστική θώραξ οἱ θώρακες
      γενική τοῦ θώρακος τῶν θωράκων
      δοτική τῷ θώρακ τοῖς θώραξ(ν)
    αιτιατική τὸν θώρακ τοὺς θώρακᾰς
     κλητική ! θώραξ θώρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θώρακε
γεν-δοτ τοῖν  θωράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θώραξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θώραξ αρσενικό

  1. (οπλισμός) θώρακας
  2. (ανατομία) o θώρακας

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • Θώραξ

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.