οπλίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οπλίτης | οι | οπλίτες |
| γενική | του | οπλίτη | των | οπλιτών |
| αιτιατική | τον | οπλίτη | τους | οπλίτες |
| κλητική | οπλίτη | οπλίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπλίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁπλίτης (βαριά οπλισμένος πεζός) < ὅπλ(ον) + -ίτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈpli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλί‐της
-
οπλίτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.