χαλύβδινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλύβδινος η χαλύβδινη το χαλύβδινο
      γενική του χαλύβδινου της χαλύβδινης του χαλύβδινου
    αιτιατική τον χαλύβδινο τη χαλύβδινη το χαλύβδινο
     κλητική χαλύβδινε χαλύβδινη χαλύβδινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλύβδινοι οι χαλύβδινες τα χαλύβδινα
      γενική των χαλύβδινων των χαλύβδινων των χαλύβδινων
    αιτιατική τους χαλύβδινους τις χαλύβδινες τα χαλύβδινα
     κλητική χαλύβδινοι χαλύβδινες χαλύβδινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλύβδινος < χάλυβ-ας + δ + -ινος (κατά το μολύβδινος)

Επίθετο

χαλύβδινος, -η, -ο

  1. φτιαγμένος από χάλυβα
    χαλύβδινος λέβητας
  2. (μεταφορικά) ανθεκτικός, σκληρός
    το ηθικό τους ήταν χαλύβδινο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.