χαλύβδινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλύβδινος | η | χαλύβδινη | το | χαλύβδινο |
| γενική | του | χαλύβδινου | της | χαλύβδινης | του | χαλύβδινου |
| αιτιατική | τον | χαλύβδινο | τη | χαλύβδινη | το | χαλύβδινο |
| κλητική | χαλύβδινε | χαλύβδινη | χαλύβδινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλύβδινοι | οι | χαλύβδινες | τα | χαλύβδινα |
| γενική | των | χαλύβδινων | των | χαλύβδινων | των | χαλύβδινων |
| αιτιατική | τους | χαλύβδινους | τις | χαλύβδινες | τα | χαλύβδινα |
| κλητική | χαλύβδινοι | χαλύβδινες | χαλύβδινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλύβδινος < χάλυβ-ας + δ + -ινος (κατά το μολύβδινος)
Επίθετο
χαλύβδινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από χάλυβα
- χαλύβδινος λέβητας
- (μεταφορικά) ανθεκτικός, σκληρός
- το ηθικό τους ήταν χαλύβδινο
Συνώνυμα
- ατσαλένιος και ατσάλινος
Μεταφράσεις
χαλύβδινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.