θωρακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θωρακισμένος | η | θωρακισμένη | το | θωρακισμένο |
| γενική | του | θωρακισμένου | της | θωρακισμένης | του | θωρακισμένου |
| αιτιατική | τον | θωρακισμένο | τη | θωρακισμένη | το | θωρακισμένο |
| κλητική | θωρακισμένε | θωρακισμένη | θωρακισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θωρακισμένοι | οι | θωρακισμένες | τα | θωρακισμένα |
| γενική | των | θωρακισμένων | των | θωρακισμένων | των | θωρακισμένων |
| αιτιατική | τους | θωρακισμένους | τις | θωρακισμένες | τα | θωρακισμένα |
| κλητική | θωρακισμένοι | θωρακισμένες | θωρακισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- θωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω
Μετοχή
θωρακισμένος, -η, -ο
- που έχει θωρακιστεί
- Εμφανίστηκε με την θωρακισμένη "Μερσεντές" του
- που χρησιμοποιεί κάτι ως θώρακα, άμυνα, ασπίδα
- Αντεξε την κριτική θωρακισμένος' πίσω από τα βραβεία που είχε πάρει νεότερος
- → δείτε τη λέξη θωρακίζω
Ταυτόσημο
- (λόγιο) τεθωρακισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.