τεθωρακισμένο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεθωρακισμένο τα τεθωρακισμένα
      γενική του τεθωρακισμένου των τεθωρακισμένων
    αιτιατική το τεθωρακισμένο τα τεθωρακισμένα
     κλητική τεθωρακισμένο τεθωρακισμένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεθωρακισμένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τεθωρακισμένος

Ουσιαστικό

τεθωρακισμένο ουδέτερο

  1. άρμα μάχης, τανκ
  2. (στον πληθυντικό) το σώμα ενός στρατού που πολεμά χρησιμοποιώντας άρματα μάχης
    υπηρέτησε τη θητεία του στα τεθωρακισμένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.