τεθωρακισμένο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τεθωρακισμένο | τα | τεθωρακισμένα |
| γενική | του | τεθωρακισμένου | των | τεθωρακισμένων |
| αιτιατική | το | τεθωρακισμένο | τα | τεθωρακισμένα |
| κλητική | τεθωρακισμένο | τεθωρακισμένα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεθωρακισμένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τεθωρακισμένος
Ουσιαστικό
τεθωρακισμένο ουδέτερο
- άρμα μάχης, τανκ
- (στον πληθυντικό) το σώμα ενός στρατού που πολεμά χρησιμοποιώντας άρματα μάχης
- υπηρέτησε τη θητεία του στα τεθωρακισμένα
Μεταφράσεις
τεθωρακισμένο
|
→ δείτε τη λέξη άρμα μάχης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.