θωράκιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωράκιση οι θωρακίσεις
      γενική της θωράκισης* των θωρακίσεων
    αιτιατική τη θωράκιση τις θωρακίσεις
     κλητική θωράκιση θωρακίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωράκιση < θωρακίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cuirassement)

Ουσιαστικό

θωράκιση θηλυκό

  1. η ενέργεια που κάνει κάποιος για να θωρακίσει κάτι, να το προστατέψει αποτελεσματικά
  2. ένα πρόσθετο στρώμα υλικού που προστίθεται σε μια επιφάνεια για να τη θωρακίσει
    πόρτες με διπλή θωράκιση από γαλβανισμένη λαμαρίνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.