θωρακίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θωρακίζω < αρχαία ελληνική θωρακίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /θo.ɾaˈci.zo/
Ρήμα
θωρακίζω, πρτ.: θωράκιζα, στ.μέλλ.: θα θωρακίσω, αόρ.: θωράκισα, παθ.φωνή: θωρακίζομαι, μτχ.π.π.: θωρακισμένος
- επενδύω κάτι (πχ όχημα) με έναν θώρακα προστασίας από μεταλλικές πλάκες
- προστατεύω κάποιον ή κάτι από έναν κίνδυνο εφοδιάζοντάς το με ένα σύνολο προληπτικών, αμυντικών και αποτρεπτικών μέτρων
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θωρακίζω | θωράκιζα | θα θωρακίζω | να θωρακίζω | θωρακίζοντας | |
| β' ενικ. | θωρακίζεις | θωράκιζες | θα θωρακίζεις | να θωρακίζεις | θωράκιζε | |
| γ' ενικ. | θωρακίζει | θωράκιζε | θα θωρακίζει | να θωρακίζει | ||
| α' πληθ. | θωρακίζουμε | θωρακίζαμε | θα θωρακίζουμε | να θωρακίζουμε | ||
| β' πληθ. | θωρακίζετε | θωρακίζατε | θα θωρακίζετε | να θωρακίζετε | θωρακίζετε | |
| γ' πληθ. | θωρακίζουν(ε) | θωράκιζαν θωρακίζαν(ε) |
θα θωρακίζουν(ε) | να θωρακίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θωράκισα | θα θωρακίσω | να θωρακίσω | θωρακίσει | ||
| β' ενικ. | θωράκισες | θα θωρακίσεις | να θωρακίσεις | θωράκισε | ||
| γ' ενικ. | θωράκισε | θα θωρακίσει | να θωρακίσει | |||
| α' πληθ. | θωρακίσαμε | θα θωρακίσουμε | να θωρακίσουμε | |||
| β' πληθ. | θωρακίσατε | θα θωρακίσετε | να θωρακίσετε | θωρακίστε | ||
| γ' πληθ. | θωράκισαν θωρακίσαν(ε) |
θα θωρακίσουν(ε) | να θωρακίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θωρακίσει | είχα θωρακίσει | θα έχω θωρακίσει | να έχω θωρακίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θωρακίσει | είχες θωρακίσει | θα έχεις θωρακίσει | να έχεις θωρακίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θωρακίσει | είχε θωρακίσει | θα έχει θωρακίσει | να έχει θωρακίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θωρακίσει | είχαμε θωρακίσει | θα έχουμε θωρακίσει | να έχουμε θωρακίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θωρακίσει | είχατε θωρακίσει | θα έχετε θωρακίσει | να έχετε θωρακίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θωρακίσει | είχαν θωρακίσει | θα έχουν θωρακίσει | να έχουν θωρακίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θωρακίζω < θώραξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.