ξιπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξιπασμένος | η | ξιπασμένη | το | ξιπασμένο |
| γενική | του | ξιπασμένου | της | ξιπασμένης | του | ξιπασμένου |
| αιτιατική | τον | ξιπασμένο | την | ξιπασμένη | το | ξιπασμένο |
| κλητική | ξιπασμένε | ξιπασμένη | ξιπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξιπασμένοι | οι | ξιπασμένες | τα | ξιπασμένα |
| γενική | των | ξιπασμένων | των | ξιπασμένων | των | ξιπασμένων |
| αιτιατική | τους | ξιπασμένους | τις | ξιπασμένες | τα | ξιπασμένα |
| κλητική | ξιπασμένοι | ξιπασμένες | ξιπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξιπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξιπάζομαι < ἐξιππάζομαι = φεύγω έφιππος
Μετοχή
ξιπασμένος αρσενικό
- που έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
Συγγενικά
Συνώνυμα
- επαρμένος «ξιπασμένη γυναίκα»
- επιδειξίας
- καυχηματίας
- φαντασμένος
Μεταφράσεις
ξιπασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.