αλαζόνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλαζόνας οι αλαζόνες
      γενική του αλαζόνα των αλαζόνων
    αιτιατική τον αλαζόνα τους αλαζόνες
     κλητική αλαζόνα αλαζόνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλαζόνας < αλαζών < ἀλαζών ή αρχαία ελληνική ἀλαζόνας < Ἀλαζῶνες (λαός Σκυθών) (το επίθετο προέκυψε από το λαό των Σκυθών ή αντιστρόφως οι Αλαζώνες και Ἀλαζόνες ως λαός ονομάσθηκαν έτσι από το επίθετο ἀλαζών < ἄλη)

Ουσιαστικό

αλαζόνας αρσενικό

  • αυτός που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.