πειθήνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειθήνιος η πειθήνια το πειθήνιο
      γενική του πειθήνιου της πειθήνιας του πειθήνιου
    αιτιατική τον πειθήνιο την πειθήνια το πειθήνιο
     κλητική πειθήνιε πειθήνια πειθήνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειθήνιοι οι πειθήνιες τα πειθήνια
      γενική των πειθήνιων των πειθήνιων των πειθήνιων
    αιτιατική τους πειθήνιους τις πειθήνιες τα πειθήνια
     κλητική πειθήνιοι πειθήνιες πειθήνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πειθήνιος < ελληνιστική < πειθ- (< πείθω) + -ηνιος (< ηνίο)

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈθi.ni.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /piˈθi.ni.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /piˈθi.ni.o/ ουδέτερο

Επίθετο

πειθήνιος, -α, -ο

 συνώνυμα: ευπειθής, υπάκουος, πειθαρχικός
 αντώνυμα: ανυπάκουος, απείθαρχος, απειθής
δε διαφωνεί ποτέ μαζί της, τον έχει κάνει πειθήνιο όργανό της

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.