υπερφίαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερφίαλος | η | υπερφίαλη | το | υπερφίαλο |
| γενική | του | υπερφίαλου | της | υπερφίαλης | του | υπερφίαλου |
| αιτιατική | τον | υπερφίαλο | την | υπερφίαλη | το | υπερφίαλο |
| κλητική | υπερφίαλε | υπερφίαλη | υπερφίαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερφίαλοι | οι | υπερφίαλες | τα | υπερφίαλα |
| γενική | των | υπερφίαλων | των | υπερφίαλων | των | υπερφίαλων |
| αιτιατική | τους | υπερφίαλους | τις | υπερφίαλες | τα | υπερφίαλα |
| κλητική | υπερφίαλοι | υπερφίαλες | υπερφίαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερφίαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾˈfi.a.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐φί‐α‐λος
Επίθετο
υπερφίαλος -η -ο
- (κυριολεκτικά) αυτός που εκχειλίζει πάνω από τη φιάλη, σε χρήση μονο μεταφορικά
- που χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη αλαζονεία ή έπαρση
- ↪ υπερφίαλος εγωισμός
- που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αισιοδοξία, δίχως επαφή με την πραγματικότητα, αβάσιμος
- ↪ είναι παντελώς υπερφίαλος
εκφράσεις
- «υπερφίαλες αξιώσεις»
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υπερφίαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.