υπερφίαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερφίαλος η υπερφίαλη το υπερφίαλο
      γενική του υπερφίαλου της υπερφίαλης του υπερφίαλου
    αιτιατική τον υπερφίαλο την υπερφίαλη το υπερφίαλο
     κλητική υπερφίαλε υπερφίαλη υπερφίαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερφίαλοι οι υπερφίαλες τα υπερφίαλα
      γενική των υπερφίαλων των υπερφίαλων των υπερφίαλων
    αιτιατική τους υπερφίαλους τις υπερφίαλες τα υπερφίαλα
     κλητική υπερφίαλοι υπερφίαλες υπερφίαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερφίαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾˈfi.a.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερφίαλος

Επίθετο

υπερφίαλος -η -ο

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που εκχειλίζει πάνω από τη φιάλη, σε χρήση μονο μεταφορικά
  2. που χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη αλαζονεία ή έπαρση
    υπερφίαλος εγωισμός
  3. που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αισιοδοξία, δίχως επαφή με την πραγματικότητα, αβάσιμος
    είναι παντελώς υπερφίαλος

εκφράσεις

  • «υπερφίαλες αξιώσεις»

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.