ταπεινοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταπεινοσύνη | οι | ταπεινοσύνες |
| γενική | της | ταπεινοσύνης | των | (ταπεινοσυνών) |
| αιτιατική | την | ταπεινοσύνη | τις | ταπεινοσύνες |
| κλητική | ταπεινοσύνη | ταπεινοσύνες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταπεινοσύνη < ταπειν(ός) + -οσύνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.pi.noˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐πει‐νο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
ταπεινοσύνη θηλυκό
- συνώνυμο του ταπεινότητα
- ※ Τὴ δύναμη βαστᾶ σμικτὰ μὲ τὴν ταπεινοσύνη. (Γ. Χορτάτσης, Πανώρια, Αφιέρωση, στίχος 29)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταπεινός
Μεταφράσεις
ταπεινοσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.