ταπεινοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταπεινοφροσύνη | οι | ταπεινοφροσύνες |
| γενική | της | ταπεινοφροσύνης | των | (ταπεινοφροσυνών) |
| αιτιατική | την | ταπεινοφροσύνη | τις | ταπεινοφροσύνες |
| κλητική | ταπεινοφροσύνη | ταπεινοφροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταπεινοφροσύνη < ελληνιστική κοινή ταπεινοφροσύνη < ταπεινόφρων + -οσύνη
Ουσιαστικό
ταπεινοφροσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα αυτού που είναι εκ πεποιθήσεως ταπεινός
- ↪Η ταπεινοφροσύνη του Χριστού ήταν τέτοια, ώστε να πλύνει τα πόδια των μαθητών του πριν το μυστικό δείπνο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.