ταπείνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταπείνωση οι ταπεινώσεις
      γενική της ταπείνωσης* των ταπεινώσεων
    αιτιατική την ταπείνωση τις ταπεινώσεις
     κλητική ταπείνωση ταπεινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταπεινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταπείνωση < αρχαία ελληνική ταπείνωσις < ταπεινόω-ῶ

Ουσιαστικό

ταπείνωση θηλυκό

  1. η ηθική μείωση της αξιοπρέπειας κάποιου
  2. ο εξευτελισμός

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  ταπεινός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.