καυχηματίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | καυχηματίας | οι | καυχηματίες |
| γενική | του/της | καυχηματία | των | καυχηματιών |
| αιτιατική | τον/την | καυχηματία | τους/τις | καυχηματίες |
| κλητική | καυχηματία | καυχηματίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καυχηματίας < ελληνιστική κοινή καυχηματίας < αρχαία ελληνική καύχημα, θέμα καυχηματ- + -ίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaf.çi.maˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐χη‐μα‐τί‐ας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.