ταμείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμείο τα ταμεία
      γενική του ταμείου των ταμείων
    αιτιατική το ταμείο τα ταμεία
     κλητική ταμείο ταμεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταμείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταμεῖον < αρχαία ελληνική ταμιεῖον [1] < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (κόβω)

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταμείο

Ουσιαστικό

ταμείο ουδέτερο

  1. συρτάρι ή κουτί (με ειδική διαρρύθμιση), όπου φυλάγονται τα χρήματα από τις εισπράξεις
  2. (συνεκδοχικά) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο ή που φυλάσσει ο ταμίας
    Το 'σκασε με το ταμείο· έκαναν φτερά όλα τα λεφτά, μέχρι την τελευταία δεκάρα.
  3. ειδικό γκισέ, θυρίδα ή γραφείο, όπου γίνονται οικονομικές συναλλαγές
  4. δημόσια υπηρεσία που έχει σαν αρμοδιότητα την είσπραξη χρημάτων
  5. (οικονομία) οργανισμός ασφάλισης εργαζομένων
  6. (μεταφορικά) άνθρωπος ή οργανισμός που μαζεύει κάτι υλικό ή πνευματικό, που αποθησαυρίζει

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • Διεθνές Nομισματικό Tαμείο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.