ταμιεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τᾰμῐ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ταμιεῖον | τὰ | ταμιεῖᾰ | |
| γενική | τοῦ | ταμιείου | τῶν | ταμιείων | |
| δοτική | τῷ | ταμιείῳ | τοῖς | ταμιείοις | |
| αιτιατική | τὸ | ταμιεῖον | τὰ | ταμιεῖᾰ | |
| κλητική ὦ! | ταμιεῖον | ταμιεῖᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταμιείω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταμιείοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ταμιεῖον ουδέτερο
- ταμιεία
- ταμεῖον
- ταμῖον
Πηγές
- ταμιεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταμιεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.