ταμεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ταμεῖον τὰ ταμεῖ
      γενική τοῦ ταμείου τῶν ταμείων
      δοτική τῷ ταμεί τοῖς ταμείοις
    αιτιατική τὸ ταμεῖον τὰ ταμεῖ
     κλητική ! ταμεῖον ταμεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταμείω
γεν-δοτ τοῖν  ταμείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ταμεῖον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.