αποθησαυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποθησαυρίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποθησαυρίζω < αρχαία ελληνική θησαυρίζω < θησαυρός (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική thésauriser)
Ρήμα
αποθησαυρίζω
- συγκεντρώνω πράγματα αξίας ή χρήματα
- καταγράφω λεξιλογικό ή κειμενικό υλικό που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο
Συγγενικά
- αποθησαύριση
- αποθησαύρισμα
- αποθησαυρισμένος
- αποθησαυρισμός
- αποθησαυριστής
- αποθησαυριστικός
- → δείτε τις λέξεις από, θησαυρίζω και θησαυρός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποθησαυρίζω | αποθησαύριζα | θα αποθησαυρίζω | να αποθησαυρίζω | αποθησαυρίζοντας | |
| β' ενικ. | αποθησαυρίζεις | αποθησαύριζες | θα αποθησαυρίζεις | να αποθησαυρίζεις | αποθησαύριζε | |
| γ' ενικ. | αποθησαυρίζει | αποθησαύριζε | θα αποθησαυρίζει | να αποθησαυρίζει | ||
| α' πληθ. | αποθησαυρίζουμε | αποθησαυρίζαμε | θα αποθησαυρίζουμε | να αποθησαυρίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποθησαυρίζετε | αποθησαυρίζατε | θα αποθησαυρίζετε | να αποθησαυρίζετε | αποθησαυρίζετε | |
| γ' πληθ. | αποθησαυρίζουν(ε) | αποθησαύριζαν αποθησαυρίζαν(ε) |
θα αποθησαυρίζουν(ε) | να αποθησαυρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποθησαύρισα | θα αποθησαυρίσω | να αποθησαυρίσω | αποθησαυρίσει | ||
| β' ενικ. | αποθησαύρισες | θα αποθησαυρίσεις | να αποθησαυρίσεις | αποθησαύρισε | ||
| γ' ενικ. | αποθησαύρισε | θα αποθησαυρίσει | να αποθησαυρίσει | |||
| α' πληθ. | αποθησαυρίσαμε | θα αποθησαυρίσουμε | να αποθησαυρίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποθησαυρίσατε | θα αποθησαυρίσετε | να αποθησαυρίσετε | αποθησαυρίστε | ||
| γ' πληθ. | αποθησαύρισαν αποθησαυρίσαν(ε) |
θα αποθησαυρίσουν(ε) | να αποθησαυρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποθησαυρίσει | είχα αποθησαυρίσει | θα έχω αποθησαυρίσει | να έχω αποθησαυρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποθησαυρίσει | είχες αποθησαυρίσει | θα έχεις αποθησαυρίσει | να έχεις αποθησαυρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποθησαυρίσει | είχε αποθησαυρίσει | θα έχει αποθησαυρίσει | να έχει αποθησαυρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποθησαυρίσει | είχαμε αποθησαυρίσει | θα έχουμε αποθησαυρίσει | να έχουμε αποθησαυρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποθησαυρίσει | είχατε αποθησαυρίσει | θα έχετε αποθησαυρίσει | να έχετε αποθησαυρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποθησαυρίσει | είχαν αποθησαυρίσει | θα έχουν αποθησαυρίσει | να έχουν αποθησαυρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.