ευρετήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευρετήριο | τα | ευρετήρια |
| γενική | του | ευρετηρίου & ευρετήριου |
των | ευρετηρίων |
| αιτιατική | το | ευρετήριο | τα | ευρετήρια |
| κλητική | ευρετήριο | ευρετήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρετήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ευρετήριο ουδέτερο
- κατάλογος που αποστέλλει τον αναγνώστη στο αντίστοιχο λήμμα ενός βιβλίου, καταλόγου, κλπ.
- (ειδικότερα) αλφαβητικός κατάλογος που περιέχει λέξεις-κλειδιά ενός βιβλίου, καθώς και τις σελίδες όπου βρίσκονται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.