κουτί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουτί | τα | κουτιά |
| γενική | του | κουτιού | των | κουτιών |
| αιτιατική | το | κουτί | τα | κουτιά |
| κλητική | κουτί | κουτιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτί <
- μεσαιωνική ελληνική κυτίον < αρχαία ελληνική κύτος
- (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική box
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈti/
Ουσιαστικό
κουτί ουδέτερο
- κάθε αντικείμενο με επίπεδη βάση και άνοιγμα, πάνω από τη βάση, με ή χωρίς καπάκι, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τοποθετούμε πράγματα
- (σε έντυπο) τετράγωνο που προορίζεται για συμπλήρωση
Εκφράσεις
- μου έρχεται κουτί / μου πέφτει κουτί
- του κουτιού
- κουτί της Πανδώρας
Πολυλεκτικοί όροι
- κουτί παραπόνων
- μαύρο κουτί
-
κουτί στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.