σύμμαχος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σύμμαχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμμαχος < (σύν) σύμ- + -μαχος (μάχη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.ma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐μα‐χος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σύμμαχος | η | σύμμαχη | το | σύμμαχο |
| γενική | του | σύμμαχου | της | σύμμαχης | του | σύμμαχου |
| αιτιατική | τον | σύμμαχο | τη | σύμμαχη | το | σύμμαχο |
| κλητική | σύμμαχε | σύμμαχη | σύμμαχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σύμμαχοι | οι | σύμμαχες | τα | σύμμαχα |
| γενική | των | σύμμαχων | των | σύμμαχων | των | σύμμαχων |
| αιτιατική | τους | σύμμαχους | τις | σύμμαχες | τα | σύμμαχα |
| κλητική | σύμμαχοι | σύμμαχες | σύμμαχα | |||
| Δείτε και την κλίση του ουσιαστικού. | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
σύμμαχος, -η, -ο
- που είναι σύμμαχος
- ↪ η Κύπρος είναι σύμμαχο κράτος, σύμμαχη χώρα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σύμμαχος | οι | σύμμαχοι |
| γενική | του/της του |
συμμάχου σύμμαχου |
των | συμμάχων |
| αιτιατική | τον/τη | σύμμαχο | τους/τις | συμμάχους |
| κλητική | σύμμαχε | σύμμαχοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
| Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
σύμμαχος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει συνάψει συμμαχία με άλλο κράτος είτε σε καιρό πολέμου είτε ειρήνης
- ↪ είμαστε σύμμαχοι με τους Κύπριους
- (γενικά) ο συναγωνιστής, ο σύντροφος, αυτός που υποστηρίζει σθεναρά
- ↪ Σ' αυτή του την προσπάθεια, βρήκε τον Παύλο σύμμαχο και ένθερμο υποστηρικτή.
- ↪ ο καπετάνιος είχε σύμμαχό του και τον άνεμο (που ήταν ούριος)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σύμμαχος | τὸ | σύμμαχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συμμάχου | τοῦ | συμμάχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συμμάχῳ | τῷ | συμμάχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σύμμαχον | τὸ | σύμμαχον | ||
| κλητική ὦ! | σύμμαχε | σύμμαχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σύμμαχοι | τὰ | σύμμαχᾰ | ||
| γενική | τῶν | συμμάχων | τῶν | συμμάχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συμμάχοις | τοῖς | συμμάχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συμμάχους | τὰ | σύμμαχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σύμμαχοι | σύμμαχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμμάχω | τὼ | συμμάχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συμμάχοιν | τοῖν | συμμάχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- ἀντισυμμαχέομαι
- ἀσύμμαχος
- ἐπισυμμαχία
- συμμαχέω, συμμαχῶ
- συμμαχία
- συμμαχικός
- συμμαχίς
- συμμάχομαι
- φιλοσύμμαχος
Πηγές
- σύμμαχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.