συναγωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συναγωνιστής | οι | συναγωνιστές |
| γενική | του | συναγωνιστή | των | συναγωνιστών |
| αιτιατική | τον | συναγωνιστή | τους | συναγωνιστές |
| κλητική | συναγωνιστή | συναγωνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναγωνιστής < αρχαία ελληνική συναγωνιστής < συναγωνίζομαι
Ουσιαστικό
συναγωνιστής αρσενικό (θηλυκό: συναγωνίστρια)
- αυτός που συναγωνίζεται
- αυτός που αγωνίζεται (σε πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο επίπεδο), ως προς τους άλλους που αγωνίζονται μαζί του
- (ειδικότερα) προσφώνηση των παραπάνω αγωνιστών μεταξύ τους
Μεταφράσεις
συναγωνιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.