συναγωνιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συναγωνιστής οι συναγωνιστές
      γενική του συναγωνιστή των συναγωνιστών
    αιτιατική τον συναγωνιστή τους συναγωνιστές
     κλητική συναγωνιστή συναγωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναγωνιστής < αρχαία ελληνική συναγωνιστής < συναγωνίζομαι

Ουσιαστικό

συναγωνιστής αρσενικό (θηλυκό: συναγωνίστρια)

  1. αυτός που συναγωνίζεται
  2. αυτός που αγωνίζεται (σε πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο επίπεδο), ως προς τους άλλους που αγωνίζονται μαζί του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.