ally
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| ally | allies |
ally (en)
- ο/η σύμμαχος
- ↪ I am your ally, trust me.
- Είμαι σύμμαχός σου, εμπιστεύσου με.
- ↪ I am your ally, trust me.
Ρήμα
| ενεστώτας | ally |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | allies |
| αόριστος | allied |
| παθητική μετοχή | allied |
| ενεργητική μετοχή | allying |
ally (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συμμαχώ, συνασπίζω
- ↪ They allied with our enemies.
- Συμμάχησαν με τους εχθρούς μας.
- ↪ The Greek cities allied themselves against the Persians.
- Οι ελληνικές πόλεις συνασπίστηκαν εναντίον των Περσών.
- ↪ They all allied against me.
- Συνασπίστηκαν όλοι εναντίον μου.
- ↪ They allied with our enemies.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.