διασυμμαχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασυμμαχικός η διασυμμαχική το διασυμμαχικό
      γενική του διασυμμαχικού της διασυμμαχικής του διασυμμαχικού
    αιτιατική τον διασυμμαχικό τη διασυμμαχική το διασυμμαχικό
     κλητική διασυμμαχικέ διασυμμαχική διασυμμαχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασυμμαχικοί οι διασυμμαχικές τα διασυμμαχικά
      γενική των διασυμμαχικών των διασυμμαχικών των διασυμμαχικών
    αιτιατική τους διασυμμαχικούς τις διασυμμαχικές τα διασυμμαχικά
     κλητική διασυμμαχικοί διασυμμαχικές διασυμμαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διασυμμαχικός < δια- + συμμαχικός

Επίθετο

διασυμμαχικός

  • ο σχετικός με πολλά σύμμαχα κράτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.